Κι έτσι τέλειωσαν πανηγυρικά και τούτες οι εκλογές και ακολουθεί πρόσκληση για το τσιρκοπάρτι που έπεται στην πορεία. Ο καθένας έκανε το κομμάτι του στον βαθμό που τον έπαιρνε και ενίοτε πολύ παραπέρα ή και όχι.
Άλλος κινήθηκε σαν οδοστρωτήρας επιβάλλοντας τη μάπα του με κάθε τρόπο ορθό ή παράτυπο, άλλος δε σεβάστηκε στον βαθμό που έπρεπε τον κόσμο που εκπροσωπούσε κι έτρεχε να μαζέψει τα αμάζευτα, άλλος με τη θολούρα στο μυαλό κοίταξε να κερδίσει κανένα παξιμάδι παραπάνω, άλλος πανηγύριζε μια και δεν του πήρε κανείς τη βολική καρέκλα του, άλλος στάθηκε στη θέση του επιμένοντας ότι είναι διαφορετικός και πως τον νοιάζει μόνο η πατρίδα, άλλος πίστεψε ότι είναι ο Λεωνίδας και θα ήθελε να έχει τους 300 μαζί του, άλλος φαντασιώνεται ότι είναι ο γίγαντας που κάνει για 100 νάνους, άλλος σάρωσε με τον σταυρό στο χέρι έτοιμος να ξορκίσει το κακό κι άλλος το μακρύ του και το κοντό του.
Όλοι δε τα έβαλαν με έναν (μάλιστα κοιτώντας προς λάθος κατεύθυνση) σαν να είναι το μοναδικό κακό της μοίρας τους σ' αυτή τη γη, γιατί οφείλει να εξαφανιστεί. Οπότε όλοι βρέθηκαν εναντίον ενός - κάπως σαν τους τρεις σωματοφύλακες από την ανάποδη όμως - και ταυτόχρονα ο καθένας κοίταξε μόνο την πάρτη του πουλώντας και ξεπουλώντας ιερά και όσια.
Τη συνέχεια θα την πει ο Σουρής με τον εντελώς μοναδικό του τρόπο...
Στις 10 Γενάρη του 1887 γράφει στον "Ρωμιό" για τη Βουλή:
Άνοιξε πόρτα της βουλής για να’ μπει το ασκέρι
Ν’ακούσομε οχλοβοή και νέο νταραβέρι.
Άνοιξε πόρτα της Βουλής για να ’μπουν οι πατέρες
Με σχέδια πολιτικής με λόγους με μπαστούνια
Ν’ ακούσωμε ρητορική, ν’ ακούσωμε κουδούνια
Άνοιξε πόρτα της Βουλής να μπω και γω με άλλους
Να δω τους νέους βουλευτάς τους νέους παπαγάλους
Και να μπορέσω τη σοφή πολιτική να νιώσω
Και δεξιά κι αριστερά δυο φάσκελα να δώσω
💣 Το επόμενο όποιος δεν αντέχει την εσάνς που βγάζει ας μην το διαβάσει.
Μυρωμένοι στίχοι
Τίποτε δεν απόμεινε στον κόσμο πια για μένα,
όλα βρωμούν τριγύρω μου και φαίνονται χεσμένα.
Όλα σκατά γενήκανε και ο δικός μου κώλος
σκατά εγίνηκε κι αυτός, σκατά ο κόσμος όλος.
Μόνο σκατά φυτρώνουνε στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε, σκατάδες στο τετράγωνο.
Μας έρχεται κάθε σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε πως αποσκατωθήκαμε.
Σκατά βρωμάει τούτος δω, σκατά βρωμά κι εκείνος,
σκατά βρωμάει το σκατό, σκατά βρωμά κι ο κρίνος.
Σκατά κι εγώ, μες στα σκατά, και με χαρτί χεσμένο
ό,τι κι αν γράψω σαν σκατό προβάλλει σκατωμένο.
Σκατά τα πάντα θεωρώ και χωρίς πια να απορώ,
σκατά μασώ, σκατά ρουφώ, σκατά πάω να χέσω,
απ’ τα σκατά θα σηκωθώ και στα σκατά θα πέσω.
Όταν πεθάνω χέστε με, τα κόλλυβά μου φάτε
Και πάλι ξαναχέστε με και πάλι ξαναφάτε,
μα απ’ τα γέλια τα πολλά κοντεύω ν’ αρρωστήσω
και δεν μπορώ να κρατηθώ, μου φεύγουν από πίσω.
Σκατά ο μεν, σκατά ο δε, σκατά ο κόσμος όλος
κι απ’ το πολύ το χέσιμο μου πόνεσε ο κώλος!
Αυτά!
Κλαυσίγελως όλα και μόνο!