Το παρακάτω κείμενο είναι η συμμετοχή μου στις "Ιστορίες του Καφενέ", που διοργανώνει με επιτυχία για τρίτη φορά η... μπουκλωτή μας φίλη Αριστέα από τον διαδικτυακό τόπο "η ζωή είναι ωραία"! Την ευχαριστούμε πολύ, γιατί μάς βάζει σε πνευματική εγρήγορση και δημιουργικό οίστρο! Δεν καθόμαστε, λέμε...
Τις ιστορίες όλων των συμμετεχόντων στον τρίτο Καφενέ μπορείτε να τις βρείτε εδώ.
"Κυρία, σας αγαπάω!"
Αν και ο χώρος ήταν οικείος και στους δύο, αισθάνονταν μια φυσική αμηχανία, διότι από τη μια ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχαν σε μια τέτοιου είδους έξοδο - δασκάλα με μαθητή - και από την άλλη είχαν τόσο πολύ καιρό να τα πουν. Ακόμα και την ώρα της παραγγελίας μπερδεύτηκαν, επειδή ήθελε οπωσδήποτε να την κεράσει.
Είχε ανάγκη να της μιλήσει, γιατί βρισκόταν σ' ένα μεταίχμιο. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση για το μέλλον του και ήθελε τις δικές της ιδέες, καθώς βρισκόταν ανάμεσα στις δικές του επιθυμίες, στις προσδοκίες των γονιών του και κάποιες ελλείψεις σε γνωστικό επίπεδο, λόγω του "χαμένου" εκπαιδευτικού χρόνου, οι οποίες τού έθεταν αντικειμενικές δυσκολίες στην πορεία που επιθυμούσε ν' ακολουθήσει. Ήθελε ακόμα να της μεταφέρει τι είχε επιτύχει όλα τα προηγούμενα χρόνια, τις αλλαγές που απολάμβανε στην ζωή του. Ήθελε να της δείξει πόσο σημαντική ήταν η παρουσία της στα χρόνια που πέρασαν και πόση εμπιστοσύνη τής είχε. Ήθελε να μοιραστεί μαζί της τον ενθουσιασμό του για ένα σενάριο πολεμικής ταινίας που είχε γράψει και τον ενδιέφερε πολύ ν' ακούσει την γνώμη της. Να της πει για τις υπόλοιπες αγαπημένες του δραστηριότητες, για την απόφασή του ν' ασχοληθεί περισσότερο με την εξωτερική του εμφάνιση και την φροντίδα του σώματός του, ακόμα ότι είχε γίνει πρόεδρος του δεκαπενταμελούς όταν ήταν στο γυμνάσιο. Πολλά ετερόκλητα κι όλα μαζί!
Εκείνη τον άφηνε να μιλάει και τον παρακολουθούσε με πολλή προσοχή διακόπτοντάς τον κάποιες στιγμές για να προσθέσει ή να ρωτήσει κάτι ή να κάνει χιούμορ, ώστε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα και να τον ενθαρρύνει, όπως έκανε από την πρώτη φορά που τον είδε...
Οχτώ χρόνια πριν, μπαίνοντας στον εσωτερικό κοινόχρηστο χώρο του σχολείου τις πρώτες μέρες της νέας σχολικής χρονιάς αντίκρισε μια μεγάλη ομάδα παιδιών να έχουν πέσει όλοι πάνω σ' έναν μαθητή και να τον ξυλοκοπούν. Αυτή η ομάδα ήταν οι νέοι της μαθητές τής τετάρτης τάξης και το παιδί που ξυλοφόρτωναν και χαρακτήριζαν "τρελό" ήταν ο Βασίλης!
Από αυτή την πρώτη σοκαριστική σκηνή μέχρι εκείνη της συνάντησης στο Café της γειτονιάς συνέβησαν τόσα πολλά που για τον Βασίλη δεν ήταν τίποτε ίδιο πια! Ο Βασίλης έπαψε πολύ σύντομα να είναι ο "τρελός" του χωριού ακόμα και κόντρα στη διάγνωση του ειδικού, η οποία αναφερόταν σε σοβαρή ψυχική διαταραχή. Η πορεία του έδειξε περισσότερο συναισθηματικής φύσεως διαταραχή. Είχε απόλυτη ανάγκη την αγάπη χωρίς όρια και την πλήρη αποδοχή. Κάποιος να τον καταλαβαίνει και ν' αντέχει την σιωπή του. Η ψυχή του είχε παγώσει και ο νους του ήταν σε σύγχυση, με αποτέλεσμα για ένα ολόκληρο χρόνο η φωνή του ίσα που ακουγόταν κάποιες στιγμές σαν ήχος αφύπνισης. Η μόνη του συμμετοχή με πάθος στα δρώμενα της σχολικής τάξης ήταν σε οργανωμένες δραστηριότητες που αφορούσαν στην συναισθηματική ανάπτυξη. Εκεί έκανε μια βαθιά βουτιά στη θάλασσα των συναισθημάτων, απ' όπου αναδυόταν λίγο περισσότερο αναζωογονημένος, λίγο πιο δυνατός, για να περπατά με πιο σταθερό βηματισμό.
Σταδιακά αυτό έγινε αντιληπτό και από τους συμμαθητές του, οι οποίοι όχι μόνο δεν του συμπεριφέρονταν βίαια και απαξιωτικά όπως πριν αλλά πλέον φιλικά και απόλυτα υποστηρικτικά. Όπως χαρακτηριστικά είχε πει ένας μαθητής - αρχικά φανατικός πολέμιος του - κατά τη διάρκεια μιας ομαδικής εργασίας, στην οποία συνεργαζόταν μαζί του: "Κυρία, τελικά ο Βασίλης είναι ψυχούλα!".
Στα δύο χρόνια που ακολούθησαν άρχισε να επικοινωνεί σιγά-σιγά με όλους, να λέει "καλημέρα" το πρωί, να συνεργάζεται και να συμμετέχει στις περισσότερες δράσεις της ομάδας. Τότε ξεκίνησε και η ουσιαστική επικοινωνία με την δασκάλα του, αφού ήταν σε θέση πια να την εμπιστεύεται και να μπορεί να της εκμυστηρευτεί τις αγωνίες, τους φόβους που είχε και τους εφιάλτες που έβλεπε.
Όλη αυτή η αργή αλλά συστηματική προσπάθεια, που απαιτούσε φοβερή υπομονή κι επιμονή από την εκπαιδευτικό, τους συμμαθητές του, τον ίδιο και τους γονείς του, οδήγησε προς το τέλος της έκτης δημοτικού σε μία πρώτη συγκλονιστική στιγμή. Για πρώτη φορά στην μικρή ζωή του ο Βασίλης άρθρωσε το "σ' αγαπώ" σε λέξεις που ακούστηκαν δυνατά στον διάδρομο του σχολείου καθώς έτρεχε προς την αγκαλιά της μητέρας του! Αυτή η πράξη ήταν το επισφράγισμα της διαρκούς προσπάθειας ν' αποκατασταθεί η σχέση γονέων και παιδιού, το οποίο είχε απομακρυνθεί από εκείνους και είχε κλειστεί στον δικό του σιωπηλό κόσμο. Οι γονείς ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, που όμως είχαν χάσει το παιχνίδι μέσα από τα χέρια τους, λόγω των μεταξύ τους διαφωνιών και άλλων προσωπικών θεμάτων. Η υποδειγματική και πολύ συχνή όμως συνεργασία τους με την εκπαιδευτικό κατέδειξε ότι υπήρχε πολύ καλή μαγιά, για ν' ανατραπεί το εφιαλτικό πλαίσιο στο οποίο είχε περιέλθει το παιδί τους.
Τα τραύματα της ψυχής του με τον καιρό επουλώνονταν. Εκεί στο Café τής μιλούσε και γι' αυτό. Πώς κατάφερε να ξεπεράσει τις φοβίες που είχε, μέσα από την βοήθεια κάποιου ειδικού, πώς αποκαταστάθηκε η σχέση του με τους γονείς του, ότι έγινε για εκείνους προτεραιότητα η δική του ευτυχία, ότι ήταν κοντά του οι φίλοι του, αλλά και ότι διαχώριζε την θέση του απέναντι στις επιλογές τους με βάση τις δικές του, που ήταν εντελώς διαφορετικές, χωρίς να τον ενοχλεί καθόλου αυτό.
Όσο περνούσε η ώρα, η αμηχανία είχε υποχωρήσει και τη θέση της είχε πάρει η φυσική επαφή, η χαλαρότητα και η οικεία επικοινωνία. Έδειχνε τόσο σίγουρος για όσα μοιραζόταν μαζί της. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο καθώς εξέφραζε τις απόψεις του με αυτοπεποίθηση, με μικρά μόνο διαλείμματα ανησυχίας και ίχνη νευρικότητας όσο αντάλλασσαν σκέψεις για τις δυνατές διαδρομές που θα μπορούσε ν' ακολουθήσει για το μέλλον του.
Εκείνη, καθ' όλη τη διάρκεια της συνομιλίας τους, αισθανόταν τεράστια χαρά και μεγάλη περηφάνια γι' αυτά που της εξομολογούνταν, ώστε ήθελε να σηκωθεί να τον πάρει αγκαλιά και να του δώσει δυο σβουριχτά φιλιά, αλλά επέλεξε το "σεμνάαα", μια και θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Η κοινωνία μας παρεξηγεί πολλά και κρατά αλυσοδεμένους τους ανθρώπους μέσα στις τυπικότητες, που πνίγουν τα συναισθήματα, όπως της συγκίνησης και της χαράς.
Έτσι αλυσοδεμένη ένιωθε και η ίδια μέσα της όσο δεν τολμούσε να του πει πόσο την είχε στιγματίσει και είχε χαραχτεί βαθιά στην μνήμη και την καρδιά της μια δεύτερη συγκλονιστική σκηνή μαζί του, της οποίας ήταν μάρτυρας και πρωταγωνίστρια. Μια σκηνή που κανένας εκπαιδευτικός δεν θα την ξεχνούσε ποτέ! Μετά από αυτό μπορεί να ζήσει και μ' έναν απειροελάχιστο μισθό, καθώς αυτή η πληρωμή συγκρίνεται μόνο με ενός μεγιστάνα.
Ο Βασίλης ήταν ήδη στην πρώτη γυμνασίου, όταν κατεβαίνοντας, ένα μεσημέρι μετά το σχόλασμα, τον δρόμο του σχολείου μαζί με την παρέα του, την είδε να περνά δίπλα του μέσα σ' ένα αυτοκίνητο. Την χαιρέτησαν όλα τα παιδιά κι εκείνη ανταπέδωσε μ' ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά, κι όλα αυτά σε δευτερόλεπτα και εν κινήσει. Δεν πίστευε με τίποτα αυτό που είδε στην συνέχεια, ούτε και η συνάδελφός της που οδηγούσε. Τον Βασίλη να τρέχει πίσω τους, αψηφώντας τι θα πουν οι συνομίληκοί του, και να της φωνάζει: "Κυρία, σας αγαπάω!".
Ένας κόμπος είχε σταθεί στο λαιμό της και το φανάρι έγινε πράσινο...
Ήταν πια αργά κι έπρεπε ν' αφήσουν το Café. Ανανέωσαν το ραντεβού τους, διατηρώντας μέσα τους όλη τη γλυκύτητα αυτής της συνάντησης. Το κέρασμα η "κυρία" δεν το γλίτωσε τελικά... ήταν φίλη του πια!
Αφιερωμένο σ' ένα από τα παιδιά μου, εκείνα της "καρδιάς".