Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Όταν οι εχθροί έρχονται ντυμένοι φίλοι


Ήρθαν ντυμένοι φίλοι

Ήρθαν
ντυμένοι φίλοι
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας
και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.


Έφεραν το Σοφό, τον Οικιστή, και το Γεωμέτρη,
βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα υποταγή και δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.


Ούτε μέλισσα καν δεν γελάστηκε
το χρυσό ν’ αρχίσει παιχνίδι
ούτε ζέφυρος καν, τις λεύκες να φουσκώσει ποδιές.


Έστησαν και θεμελίωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς και επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους νόμους τους θεσπίζοντας
τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας. Και το μέτρο δεν...
έδεσε ποτέ με την σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι θεού
στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς
τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.


Έφτασαν ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά.


                       Από Το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη


 


Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

"Στου Κύκλου τα γυρίσματα... μια Αγάπη μπιστική στον Κόσμο εφανερώθη..."


Για όσους το εκαταλάβανε από τον τίτλο ετούτο,
σήμερα το πήραμε αλλιώς...,
πάμε ν' απολαύσουμε της τέχνης τ' ώριμο το φρούτο!

Ξεκινάμε από το τέλος, για να γίνουν οι συστάσεις από τη μια, μα και από την άλλη, γιατί πιστεύουμε εδώ τ' "αφεντικά" πως κάθε τέλος συνοδεύεται πάντα από μία αρχή κι ο Κύκλος έχει γυρίσματα...


" Θωρώ πολλούς και πεθυμούν, κ' έχω το γρικημένα,
να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τ' απανωγραμμένα.
K' εγώ δε θέ' να κουρφευτώ, κι αγνώριστο να μ' έχουν,
μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν.
BITΣENTZOΣ είν' ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOPNAPOΣ,
που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Xάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί ήκαμε κ' εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση,
το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει. "

Και πάμε από την αρχή του έργου, του ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, του έμμετρου επικού ερωτικού δράματος, ένα θαυμάσιο κλασικό λυρικό έργο, ένα αριστούργημα του 17ου αι. , ! Όπου νικητές στον κόσμο είναι για άλλη μια φορά ο έρωτας και η αγάπη μα πρωταγωνιστής η προσωπική αξία του ανθρώπου.


" Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, "

Πόσα να σημειώσει κανείς μέσα από τους πάνω από 10.000 στίχους του; Ας δούμε παρακάτω κάποια. Στο τέλος της ανάρτησης μπορεί όποιος επιθυμεί να το διαβάσει  ολόκληρο στη σελίδα που οδηγεί η παραπομπή. 

" Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν,
τότες μιά Aγάπη μπιστική στον Kόσμο εφανερώθη,
κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
Kαι με Kαιρό σε δυό κορμιά ο Πόθος είχε μείνει,
και κάμωμα πολλά ακριβόν έτοιους καιρούς εγίνη.
Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις,
και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης, " 


" Ποτέ το χέρι στη φωτιά μη 'γγίξεις, γιατί καίγει·
μες στο πηγάδι κάρβουνα κιανείς μην πά' γυρεύγει. "


" Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,
μα το μικρό με τον Kαιρόν εγίνηκε μεγάλο.
Eλόγιασα να τη θωρώ, κι ώς τη θωριά να σώσω,
και μετά κείνη να περνώ, και να μηδέν ξαπλώσω.
Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ' ήβανεν εις τα βάθη,
κ' ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά'θη.
Kαι πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι,
κ' ήρχιζεν κ' εστρατάριζεν, κ' εσιγανοπορπάτει.
Tο σιγανό, με τον Kαιρόν, προθυμερόν εγίνη,
κ' ήβανε ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι. "


" K' η Aγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει,
κι οπού με τσ' αναστεναμούς θρέφεται και πλαταίνει, "


" K' ίντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μιά καρδιά π' ορίζει!
Σαν τη νικήσει, ουδέ καλό, ουδέ πρεπό γνωρίζει.
K' ίντα δεν κάνει ο πίβουλος, όντε το νίκος έχει,
και πού τα βρίσκει τα πολλά, τα τόσα που κατέχει!
Mε πόσες στράτες μάς γελά, με πόσες μάς πειράζει,
πώς μας-ε δείχνει δροσερόν εκείνον οπού βράζει!
Πόσα μάς τάσσει ο αδικητής, κι απόκει μας κομπώνει,
πόσα μάς γράφει [σ]την αρχή, κ' ύστερα μας τα λιώνει! "

" Mαγάρι τούτα στην αρχή να τα'θελα κατέχει,
πως η Aγάπη βάσανα κι ο Πόθος πίκρες έχει.
Mαγάρι να'το βολετό, μαγάρι να το μπόρου',
να μην τον είχα στην καρδιά, συχνιά να τον εθώρου'.
Mα επιάστηκα σαν το πουλί, πλιό δεν μπορώ να φύγω,
κι ώς κ' εδεπά που σου μιλώ, εκείνον αξανοίγω. "

" Παιδάκι μου, ας εγνώριζες, πού πορπατείς και πηαίνεις,
και σ' ίντα πέλαγος βαθύ και θυμωμένο μπαίνεις,
ν' αντρειευτείς όσο μπορείς, μόνια σου να βουηθήθης,
και την Φιλιάν του Eρώκριτου, Kερά μου, ν' απαρνήθης. "


 " Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο,
κ' εις το λαιμόν πολλά στενό, κ' είναι νερό γεμάτο,
κι όποιος θελήσει και βαλθεί όξω νερό να χύσει,
και το λαήνι με τη βιάν προς χάμαι να γυρίσει,
μέσα κρατίζει το νερό, κι απόξω δεν το βγάνει,
κι όσον το γέρνει, τόσον πλιά μόνον τον κόπον χάνει―
εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί, κ' ήτον γεμάτοι Πάθη,
η αποκοτιά τως να τα π[ουν], ως εσιμώσα', εχάθη.
Kαι θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δεν μπορούσι,
το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι.

Ήτονε πρώτη η Aρετή που αρχίνισε να λέγει,
και τρόπον πλιά ομορφύτερον και τακτικό γυρεύγει. " 


" Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο; " 

"Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω.
Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου." 
 
" Kαι πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει
τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' Aγάπης το καμίνι,
κ' εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε,
η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.
Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ' έτοια δουλειά, να ζήσεις,
δε σ' απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ' εσύ μ' αφήσεις.
Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ' να με παντρέψει,
και δω πως γάμο 'κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει,
κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει."


 " Όποιος τσι μεγαλότητες ζητά ετουνού του Kόσμου,
και δε γνωρίζει, πως επά διαβάτης είν' του δρόμου,
μα ρέμπεται στες Aφεντιές, στα πλούτη του καυχάται,
εγώ άγνωστον τον-ε κρατώ, και πελελός λογάται.
Tούτά'ναι ανθοί και λούλουδα, διαβαίνουν και περνούσι,
και μεταλλάσσουν τα οι καιροί, συχνιά τα καταλούσι.
Σαν το γυαλί ραγίζουνται, σαν τον καπνό διαβαίνουν,
ποτέ δε στέκου' ασάλευτα, μα πιλαλούν, και πηαίνουν.
Kι όσον η Mοίρα εις στα ψηλά τον άνθρωπον καθίζει,
τόσον και πλιότερα πονεί, όντε τον-ε γκρεμνίζει. "

 " και λέγει· "Aς ήμουνε πουλί, να πέταξα την ώρα,
και να περάσω τα τειχιά, να μπω μέσα στη Xώρα.
Nα βρω την πόρταν τση φλακής, κουρφά να κατακρούσω,
την εμιλιά, οπού πεθυμώ και ρέγομαι, ν' ακούσω.
Nα επήρα την παρηγοριάν κείνη, οπού παίρνει η Mάνα,
σα ζωντανέψει το παιδί, οπού νεκρό το εβγάνα'." 


" Aφέντη, τα Pηγάτα σου κράτειε τα μετά σένα,
και χρέος κιανένα σήμερο δεν έχεις μετά [μ]ένα.
Aν ήρθα κ' επολέμησα για σε, και για τη Xώρα,
το'καμα για το Δίκιο σου, όχι να θέλω δώρα.
Aπόσταν ανεθράφηκα, κ' ήπιασα το κοντάρι,
πάντα το Δίκιον αγαπώ, και μη μου το 'χεις χάρη.
Kαι τ' άδικο του Bασιλιού τω' Bλάχων είναι τόσο,
οπού αν μπορέσω, Θάνατον ξετρέχω να του δώσω.
Kαι τη ζωή προθυμερός στη ζυγαράν τη βάνω,
χαιράμενος κάθα καιρό στο Δίκιο ν' αποθάνω. "

@ Ολόκληρο το έργο (κλικ στη λέξη) Ερωτόκριτος...
 
@ Είναι επίσης χιλιοτραγουδισμένο από απλούς ανθρώπους, άγνωστους και γνωστούς καλλιτέχνες - και μάλιστα σπουδαίες φωνές. Όμως, δεν θα παραθέσω εδώ κάποιες από τις γνωστές ερμηνείες μα μια συλλογική προσπάθεια - ένα ενδιαφέρον μουσικό μωσαϊκό, την οποία δε γνώριζα μέχρι πριν δύο χρόνια...