Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Μέσα στα δίχτυα του Κυνικού Τείχους


Το παρακάτω απόσπασμα αναφέρεται στην ζωή και τις σκέψεις ενός άντρα γύρω στα 30, ο οποίος εκφράζει έναν "μέσο όρο" στα πλαίσια της νεοελληνικής πραγματικότητας. Μια πρωτότυπη και δυνατή περιγραφή αυτής της πραγματικότητας, που καταφέρνει να συνδέσει με τρόπο μοναδικό την κωμωδία με την κατάθλιψη, φτάνοντας σε πολλά σημεία στα όρια του εφιάλτη.
Περισσότερα σχόλια για το βιβλίο, από το οποίο προέρχεται το απόσπασμα, εδώ...



Δεν ξέρω τι έφταιξε. Ίσως οι ιστορίες που έλεγε ο παππούς από το βουνό και δάκρυζε, ίσως τα κλάματα της γιαγιάς κάθε φορά που άκουγε τον εθνικό ύμνο, ίσως το λίγο παραπάνω κρασί που είχε πιει ο μπαμπάς το βράδυ που έγινε η σύλληψη μου.

Απ’ όταν μάλιστα ανακάλυψα το πρόβλημα με την καρδιά μου, η συμπεριφορά μου χαρακτηρίζεται από έναν περίεργο συνδυασμό φόβου, επιφυλακτικότητας, ξεσπασμάτων τύπου «στ’ αρχίδια μου, ας γίνει ό, τι θέλει» και πάλι φόβου.

Το αποτέλεσμα είναι ότι, έχοντας πια ξεπεράσει τα τριάντα, ο ψυχικός μου κόσμος είναι μια πολυώροφη οικοδομή με χάρτινα θεμέλια, έτοιμη να καταρρεύσει με το πρώτο φύσημα. Τώρα πια είναι αργά να την γκρεμίσω και να την ξαναχτίσω από την αρχή. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να χτίσω κάτι γύρω-γύρω για να την προστατεύσω. Έτσι συμφώνησα με μια κατασκευαστική εταιρία να μου χτίσουν γύρω-γύρω ένα τείχος από συμπαγή κυνισμό για να προστατευτώ από την καθημερινή μιζέρια, δυστυχία και αδικία που τα κανάλια έχουν μετατρέψει σε ένα ακόμα ρεπορτάζ, αλλά ο κόσμος που τη βιώνει συνεχίζει να υποφέρει και μετά το τέλος του δελτίου ειδήσεων.

Τέλος πάντων, ο εργολάβος δεν ήταν πολύ έξυπνος, δεν ήταν αρκούντως όμορφος, είχε και δεν είχε γκόμενα, πάντως ο πατέρας του είχε τσιμεντώσει τη μισή Αθήνα και είχε βγάλει πολλά φράγκα και τώρα ο junior έβγαζε το κόμπλεξ του για τα τρία πρώτα, χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι και λέγοντας φράσεις του τύπου «εγώ θα πω την τελευταία κουβέντα σ’ αυτό το θέμα», σκίζοντας χωρίς έλεος όλα τα καλσόν σε περίμετρο τουλάχιστον δύο χιλιομέτρων γύρω από το γραφείο του.

«Τι να σου κάνω, ρε πούστη, που έχω την ανάγκη σου», μουρμούρισα, υπέγραψα το εργολαβικό συμβόλαιο και ευχήθηκα ολόψυχα να χωρέσουν όλα τα λεφτά στον κώλο του, ούτε ευρώ να μην περισσέψει.

Μου χτίσανε λοιπόν το Κυνικό Τείχος και για αρκετό διάστημα μπορούσα να προσπερνάω στο δρόμο- χωρίς τύψεις και στενοχώρια -απλωμένα χέρια, ανθρώπινα ερείπια με κομμένα μέλη, μωρά να βυζαίνουν τις μανάδες τους στο πεζοδρόμιο, μπάτσους να ελέγχουν τα χαρτιά πακιστανών αποκαλώντας τους «ρε», ακόμα και τον τύπο με την τελείως ξεκούρδιστη λατέρνα, που συνεχίζει να γυρίζει κάθε μέρα κάπου κει γύρω από το κέντρο, κι ας είναι σκέτη ηχορύπανση.

«Τι να κάνουμε, έτσι είναι τα πράγματα, δεν θα αλλάξω εγώ τον κόσμο», έλεγα πού και πού στον εαυτό μου, κι αυτός ο μαλάκας με πίστευε και έκανε ότι δεν έβλεπε γύρω του.

«Ρουφάς σαν σφουγγάρι τη δυστυχία των άλλων», μου είχε πει ο Γιάννης και είχε δίκιο.

«Κοιτάς μόνο την πάρτη σου και αδιαφορείς για τους άλλους», του είχα απαντήσει και δεν είχα άδικο.

Μέχρι που ήρθε ένα απόγευμα και τέλειωσε το παραμύθι. Πηγαίναμε με το Χρήστο για δουλειά, εγώ οδηγούσα, αυτός δίπλα. «Μέχρι τριάντα χρονών», έλεγε η αγγελία, ήμασταν για πλάκα εκτός ορίων, αλλά χωρίς πλάκα άφραγκοι. «Πάμε και βλέπουμε», είχε πει ο Χρήστος.

«Πάρε, αγόρι μου, για να βάλετε κάτι στο στόμα σας στο δρόμο», είπε η μάνα μου και μου έβαλε στην τσέπη δύο γκοφρέτες. Τριανταφεύγα χρονών γαϊδούρι και η μάνα μου μου έδινε ακόμα γκοφρέτες «για το δρόμο».

«Άσε με, ρε μάνα», προσπάθησα να πω εκνευρισμένος, νιώθοντας ότι πάω ημερήσια εκδρομή στο Μουσείο Γουλανδρή. Ο Χρήστος περίμενε στην πόρτα.

Στη Βουλιαγμένης σταματήσαμε σ’ ένα φανάρι. Η πιτσιρίκα φόραγε ένα μισοσκισμένο πουλόβερ και κράταγε τρία πακέτα χαρτομάντιλα, ο πατέρας (;) της έπλενε τα παρπρίζ σε κάθε κόκκινο φανάρι, τώρα όμως κάθονταν και οι δύο δίπλα-δίπλα, ξεκουράζονταν. Έγνεψα στη μικρή και της πρότεινα την γκοφρέτα μου (ο Χρήστος είχε ήδη χλαπακιάσει τη δικιά του). Η μικρή δίστασε στην αρχή, κοίταξε τον πατέρα (;) της, εκείνος της έγνεψε «ναι». Πλησίασε, άρπαξε το γλυκό χωρίς να πει λέξη και γύρισε στο πεζοδρόμιο. Αμέσως ο πατέρας (;) της πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να μου καθαρίζει το παρπρίζ και εγώ έψαξα τις τσέπες μου και βρήκα κάτι ψιλά και ο Χρήστος μουρμούρισε «τέλειωνε, θα ανάψει πράσινο».

Κατέβασα το παράθυρο, άπλωσα το χέρι.

«Όχι…όχι λεφτά», είπε εκείνος με σπαστά ελληνικά και μου έριξε ένα χαμόγελο που κάλεσε την ψυχή μου σε δείπνο και την κέρασε μέλι με ξυράφια…και το φανάρι άναψε πράσινο και η μικρή είχε μπουκωθεί τη σοκοφρέτα και τα μάγουλα της φούσκωναν και τα μάτια της καρφωμένα πάνω μου και εγώ ξεκίνησα και αυτό ήταν. Και μετά από δύο λεπτά, ο Χρήστος είπε «ρε μαλάκα, κλαις;» και εγώ απάντησα ψέματα «πας καλά, ρε μαλάκα;… κάτι μου μπήκε στο μάτι».

Το Κυνικό Τείχος κατέρρευσε με πάταγο και ο εχθρός εισέβαλλε και λεηλάτησε την ψυχή μου χωρίς έλεος. Δεν υπήρχε άλλη λύση, γι’ αυτό και το πήρα απόφαση αμέσως. Θα επέτρεπα στον εαυτό μου να γίνεται κουρέλι με κάθε ευκαιρία. Και όσο αντέξω…

Κωστάκης Ανάν, απόσπασμα από το βιβλίο «Η τελική λήθη (δε φάιναλ θολούθιον)» 






 

6 σχόλια:

  1. Συγκλονιστικό!!!!!!
    Γίναμε οι μέρες μας γολγοθάς...

    Σε φιλώ πολύ Γλαύκη μου ♥

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πόση καταστροφή έχει γίνει, ΕΛένη μου;
      Βρήκαν και πάτησαν όλοι, γι' αυτό πληρώνουμε όλοι τώρα είτε φταίξαμε είτε όχι.
      Φιλιά πολλά, κορίτσι μου!

      Διαγραφή
  2. Είδες τελικά κάποιες στιγμές Γλαύκη που τα πιο στιβαρά "Κυνικά τείχη" θα καταρρεύσουν μεγαλοπρεπώς με πάταγο κάτω απ τη δύναμη της αλήθειας πες ; της ανθρωπιάς ; των αντιθέσεων.
    Εξαιρετικό το απόσπασμα που μας παρέθεσες και πολύ αποκαλυπτικό πραγματικά.
    Να σου ευχηθώ Καλή Μεγαλοβδομάδα καλή μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δίνω μικρές μάχες καθημερινά γι' αυτά τα κυνικά τείχη μέσα στο σχολειό. Καταρρέουν πράγματι, αν κανείς είναι επίμονος και σταθερός στις δικές του αξίες, πάντα με αληθινή έννοια απέναντι στους άλλους.
      Σ' ευχαριστώ, Γιάννη μου, να περάσεις όμορφα κι εσύ!

      Διαγραφή
  3. Πολύ δυνατό και φοβερά ευρηματικός ο τίτλος του βιβλίου!
    Ευχαριστώ πολύ γι αυτό το μικρό δώρο ψυχής Γλαύκη μου. Απόλαυσα πολύ τη γραφή του και την καθόλου μελό εξέλιξη που είχε. Και ναι, νομίζω πως εκφράζει απόλυτα τη νεοελληνική πραγματικότητα.
    Να'σαι καλά Γλαύκη μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κι έμενα με κέρδισε με την αμεσότητά του και το πικρό χιούμορ του!
      Να μην σταματάμε τη δράση γι' να αλλάξουμε ό,τι μπορούμε σε τούτη την φτωχή και λίγη σε πολλά πραγματικότητα...
      Φιλιά πολλά, Μαράκι μου!

      Διαγραφή

Σε ευχαριστώ που αφιέρωσες χρόνο να διαβάσεις τις σκέψεις μου.