Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Από εκείνο "Το ταξίδι που λέγαμε"...


Δεν σου κράτησα ποτέ κακία. Παράπονο μόνο...

Να ήξερες πόσες νύχτες προσπαθούσα με τη σκέψη μου να επικοινωνήσω μαζί σου...
Να σου στείλω ένα μήνυμα... Κι εσύ δεν άκουγες...

Ξέρεις, ο πονεμένος αποζητά τον ίσκιο ενός ανθρώπου
για να καθήσει από κάτω, να κουρνιάσει και να κλάψει με την ησυχία του.
Ο πόνος θέλει μια σκέψη
Ένα καταφύγιο για να καταλαγιάσει.
Όταν δεν υπάρχει τίποτα, γίνεται πιο σκληρός
πιο κοφτερός
Σε παίρνει στο κατόπι και όπου σε βρει σε μαχαιρώνει,
ώσπου να σε ρημάξει...
Μόνο οι πολύ δυνατοί, οι πολύ οχυρωμένοι τα βγάζουν πέρα
Κι εγώ δεν ήμουν ποτέ τόσο δυνατή
και καθόλου οχυρωμένη.

Εσύ ήσουν πάντα ένας καλός καραβοκύρης
Είχες πυξίδα
Κρατούσες την ρότα σου σταθερή
Άραξες το σκάφος σου σε απάνεμο λιμάνι.
Εγώ το δικό μου το βούλιαξα
Ναυάγησα
Ήρθα εδώ γιατί με πέταξαν τα κύματα
Ταξίδευα σ' ένα άγνωστο πέλαγος κι είχα τ' αυτιά μου ανοιχτά μόνο για τις σειρήνες.
Όπου μου λέγαν πήγαινα... 

Από το βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη "Το ταξίδι που λέγαμε", Εκδ. Καλέντης 2007




Το παραπάνω είναι ένα ακόμα αγαπημένο απόσπασμα...
Δεν μπορούμε να είμαστε απέναντι σε όλες τις καταστάσεις πάντα δυνατοί και καλά οχυρωμένοι. Κάπου, κάποτε, αφηνόμαστε και έρχονται στιγμές που σ' εκείνο το άφημα ίσως ναυαγήσουμε και λυγίσουμε στον πόνο, τον οποίο θα νιώσουμε. Ίσως δεν αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας. Είναι ανθρώπινο. Κι αυτό είναι κάτι που δεν θα έπρεπε να το παραβλέπουμε, μια και υπάρχουν φορές που αξίζει τόσο πολύ εκείνο το άφημα. Έχει τόσα να μας δώσει κι εμείς τόσα να πάρουμε, που αν δεν το τολμούσαμε, δεν θα τα αποκτούσαμε ποτέ. 







Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Βόλτα σ' ένα χωριό του ελληνικού βορρά



Δρόμοι τόσο ήσυχοι που προκαλούν θλίψη και ελαφριά κύματα άγχους. Πού πήγαν τα ζωηρά παιδιά, οι νευρώδεις και φασαριόζοι έφηβοι; Μόνο μερικές γιαγιάδες με τα μπαστουνάκια τους ή άλλες λίγο περισσότερο κοτσονάτες κάνουν τον απογευματινό τους περίπατο στους παραμελημένους δρόμους, όπου πλέον τα σημάδια στην άσφαλτο έχουν πολλαπλασιαστεί, σε ορισμένα σημεία μάλιστα κάπως επικίνδυνα. Άραγε, ποιος θα τα νοιαστεί;

Οι γειτονιές σιώπησαν τα βράδια, όπου μέχρι πέρσι ξεσηκώνονταν στο πόδι – για πολύ μετά τα μεσάνυχτα – από τις φωνές, τα γέλια ακόμα και τις απίστευτες βρισιές. Οι νοικοκυρές έπαψαν να βγαίνουν έξαλλες για να μαλώσουν τους επιτήδειους μικρούς και μεγαλύτερους ακροβάτες, που σε κάθε ευκαιρία στη ντανταϊρα (παραδοσιακό κρυφτοκυνηγητό) σάλταραν σαν τον άνεμο πάνω στις στέγες των ετοιμόρροπων αποθηκών. Μπορούν πια μακάριες να παρακολουθούν ανενόχλητα τις πολυαγαπημένες τους τηλεοπτικές σειρές. Οι βεράντες, οι κήποι και οι αυλόπορτες δεν είναι φαίνεται πολύ της μόδας πια. Αραιά και που μπορεί κανείς να ανταλλάξει μια καλησπέρα σε μια νυχτερινή του βόλτα.

Στην πλατεία σε μία κλασική στάση για ανεφοδιασμό με εξαιρετικής ποιότητας και ποικιλίας γεύσεων χειροποίητου παγωτού (από τα ελάχιστα πράγματα που βαστούν ακόμα από τα παλιά χρόνια) ποτίζεται η ψυχή από τη δηλητηριώδη ερημιά. Λίγο πιο αργά το βραδάκι ίσως μαζευτούν νεόκοποι μηχανόβιοι να κάνουν το κομμάτι τους στα άγουρα κοριτσόπουλα, ντόπια ή κι εκείνα που έχουν έρθει για παραθερισμό. Στέκι όλων ο προαύλιος χώρος των Κ.Α.Π.Η., διότι διαθέτει WiFi!
Τα παλιά ταβερνάκια της πλατείας άφαντα, ένας χώρος γυμνός από τραπεζάκια, δυνατά φώτα, με σκοπό ή αδιάφορα πήγαινε-έλα, μουσική και το βουητό των ατέλειωτων συζητήσεων. Σώζεται κάπως η κατάσταση, δίνοντας λίγο οξυγόνο στον ασφυκτικό κλοιό της μοναξιάς, από τα μισά εμπορικά ή άλλα καταστήματα παροχής υπηρεσιών  και φαρμακεία, τα οποία αντέχουν ακόμα σαν ακρίτες που φρουρούν εδώ τα σύνορα μέσα από πολύ κόπο και καθημερινή αγωνία για το αύριο. Α, και δύο καφενεδάκια για τους ηλικιωμένους και ένα σουβλατζίδικο. Τίτλοι τέλους για το εστιατόριο και τα μπαρ της λεωφόρου.
Πού όλα αυτά;
Σ’ ένα χωριό που κάποτε είχε σε δραστήρια λειτουργία δύο κινηματογράφους...
Ας είναι καλά τα βιντεοκλάμπ της δεκαετίας του ’80 που ξεφύτρωσαν σαν τα εθιστικά μανιτάρια, τα οποία έδωσαν τώρα τη σκυτάλη στο διαδίκτυο!
Ευτυχώς που εξακολουθούν ενίοτε να γίνονται μουσικές εκδηλώσεις, πανηγύρια και γάμοι, ώστε να ταράσσεται λίγο η νεκρική σιγή.

Μια επίσκεψη στην πρωτεύουσα του νομού, η οποία είναι πολύ κοντά, αλλά και στις παραλίες του γειτονικού νομού, που επίσης είναι σε προσιτή απόσταση, κάνουν λίγο την ψυχή ν’ αναθαρρεί από το πλήθος του κόσμου.

Το σημερινό αναφέρεται σ’ ένα χωριό του ελληνικού βορρά, το οποίο μέχρι πριν την κρίση αριθμούσε τους 5.000 κατοίκους, ενώ τώρα δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τον αριθμό όσων έχουν απομείνει παλεύοντας να το διατηρήσουν ζωντανό. Εξάλλου, στόχος μου δεν ήταν να δώσω στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη μετανάστευση που έλαβε χώρα σε τρελούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια, αλλά να μεταφέρω την αίσθηση που με κατέκλυσε ήδη στις λίγες μέρες που βρίσκομαι εδώ. Τον Αύγουστο πιθανόν, όπως πάντα, θα γεμίσει ο τόπος από όσους επιστρέφουν να δουν τους δικούς τους και τον τόπο τους, να πάρουν άρωμα κι ανάσα πατρίδας κι αγαπημένων προσώπων.

Αφιερωμένο σε μια φίλη εδώ πάνω, η οποία αναγκάστηκε, όπως πολλοί άλλοι, ν’ αφήσει το καλοστημένο σπιτικό της κι ένα μέρος της προσωπικής της οικογένειας στην Ελλάδα και με τους υπόλοιπους να μεταναστεύσει στη Γερμανία, προκειμένου να σταθούν όλοι αξιοπρεπείς. Βλέπετε για ακόμη μία φορά στην ιστορία της χώρας μας η αξιοπρέπεια κερδίζεται με βαρύ αντίτιμο και πάλι μέσα από τα χέρια αυτού του ευρωπαϊκού κράτους που απορρόφησε για πολλά χρόνια πλήθος Ελλήνων.

Περιμένοντας, λοιπόν, τον Αύγουστο να ενωθούμε στα πεταχτά όσοι βαστάμε τον τόπο με νύχια και με δόντια κι εκείνοι που βγήκαν προς αναζήτηση της ελπίδας κάπου μακριά. Όλοι όμως κουβαλώντας τον δικό τους σταυρό. Να έρθει η ώρα να τον μοιραστούν από κοντά για τόσο δα, όσο πατάει η γάτα...

Τραγούδια κάπου από την εποχή των γονιών μου όταν ήταν πολύ νέοι, να μας θυμίζουν ότι η ιστoρία κάνει επαναλήψεις, για να μην ξεχνιόμαστε!





Υ.Γ.
Το κείμενο γράφτηκε με παρόμοια μουσική υπόκρουση από την ελληνική ραδιοφωνία. 


Τρίτη 18 Ιουλίου 2017

Όλοι οι άνθρωποι έχουν αξία


Υπάρχει άνθρωπος στη Γη που να μην αξίζει τίποτε;
Ποιος είναι αυτός που θα κάνει επίσης τη διάκριση της αξίας ή μη;
Ποιος άραγε του δίνει αυτό το δικαίωμα;
Πόσο συχνά στέκεται κανείς στην εμφάνιση και δεν προχωρά παραπέρα προτού κάνει χρήση της περίφημης ζυγαριάς;
Σε μια εποχή που έχουν θεμελιωθεί και κατοχυρωθεί νομικά τα ανθρώπινα δικαιώματα εξακολουθούν να καταστατρηγούνται, να ποδοπατούνται με τον πιο άθλιο τρόπο τα περισσότερα από αυτά και μάλιστα πολύ συχνά από τις ιδιαίτερα "πολιτισμένες" χώρες, όπως θέλουν οι ίδιες να πιστεύουν για τον εαυτό τους και το διακηρύσσουν με τον πιο υποκριτικό τρόπο τελικά!
Αναμασάται παντού και ειδικά στα σχολεία το σύνθημα "Όλοι διαφορετικοί όλοι ίσοι". Μα θα λέγαμε πως το πιο ακριβές είναι το "ισότιμοι", καθώς όπου υπάρχει εξουσία και ιεραρχία, αυτό παύει να ισχύει, οπότε ας μην ξεγελάμε τα παιδιά και τους εαυτούς μας...!

Όμως...
"Αγάπα τον άνθρωπο, γιατί είσαι εσύ", όπως είπε και ο Καζαντζάκης.


Ένα πολύ καλό παράδειγμα δίνει ο Χόρχε Μπουκάι μέσα από την παρακάτω ιστορία του από το βιβλίο "Ο Δρόμος της Πνευματικότητας"...

“Σ’ ένα μακρινό χωριό, κάπου στην Ανατολή, ζούσε ο πιο σπουδαίος ιερωμένος εκείνων των καιρών. Ένας άνθρωπος με μεγάλο κύρος και επιρροή, που παρέμενε απλός και διέθετε απίστευτη σοφία και σπάνια ευαισθησία.

Μια μέρα φτάνει γι αυτόν, στο μοναστήρι όπου ζούσε, μια πρόσκληση να πάει να δειπνήσει στο σπίτι του πλουσιότερου ανθρώπου της περιοχής. Ο μοναχός, που δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από το κελί του, αποφασίζει ότι δεν μπορεί να φερθεί αγενώς και αποδέχεται την πρόσκληση.

Την ημέρα που είχε οριστεί για το δείπνο, παρ’ όλη την καταιγίδα που πλησίαζε, αποφασίζει να πάει με την αμαξά του στο μέγαρο του πλουσίου.

Πεντακόσια μέτρα πριν φτάσει, ένας κεραυνός τρομάζει το άλογο του και η αστραπή το κάνει να σηκωθεί στα πίσω πόδια, ρίχνοντας την άμαξα σ’ ένα χαντάκι μαζί με τον ιερωμένο.

Ο άνθρωπος σηκώνεται όπως μπορεί και προσπαθεί να ηρεμήσει το ζώο, χαϊδεύοντας του το λαιμό και μιλώντας του απαλά στο αφτί. Μετά, κοιτάζεται. Έχει λερωθεί απ’ την κορφή ως τα νύχια. Λάσπη, βούρκος και σάπια φύλλα έχουν κολλήσει στα ρούχα και τα χέρια του και βρομάει ολόκληρος.

Καθώς βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον προορισμό του από το μοναστήρι του, αποφασίζει να πάει εκεί και να ζητήσει να του δώσουν κάτι ν’ αλλάξει.

Χτυπάει την πόρτα του μεγάρου, ανοίγει ένας κομψός υπηρέτης και, μόλις τον βλέπει σ’ αυτό το χάλι, του βάζει τις φωνές:

«Τι κάνεις εδώ, άθλιε ζητιάνε; Πώς τολμάς να χτυπάς αυτήν την πόρτα;»

«Ήρθα… για το δείπνο» απαντάει ο ιερωμένος.

«Ντροπή σου!» του λέει ο υπηρέτης. «Αποφάγια θα έχει αύριο το πρωί —αν μείνει τίποτα, που αμφιβάλλω—, και μπορείς να τα ζητήσεις από την πόρτα υπηρεσίας. Κατάλαβες;»

«Εσείς δεν με καταλάβατε…» προσπαθεί να εξηγήσει ο επισκέπτης. «Εγώ, δεν έχω έρθει για τα αποφάγια…»

«Ααα!» αστειεύεται τώρα ο υπηρέτης. «Φαντάζομαι ότι θα θέλεις να καθίσεις στο τραπέζι των επισήμων;»

«Να… ξέρετε…»

Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση του.

Εμφανίζεται ο αφέντης του σπιτιού και ρωτάει τον υπηρέτη του τι συμβαίνει.

«Τίποτα σοβαρό, κύριε. Απλώς, αυτός ο ζητιάνος θέλει να του δώσουμε τα αποφάγια πριν σερβίρουμε το φαγητό… Του είπα να φύγει, αλλά επιμένει στο αίτημα του.»

«Να φύγει αμέσως… Κοίτα πώς έκανε την είσοδο… Φρίκη… Αμέσως τώρα! Κάλεσε τη φρουρά και, αν δεν φύγει, λύστε τα σκυλιά!»

Με σπρωξιές και κλοτσιές, πετάνε τον καημένο τον ιερωμένο στο δρόμο, απειλώντας τον με καμιά δεκαριά σκυλιά που γαβγίζουν δείχνοντας τα κοφτερά τους δόντια.

Όπως όπως, ο άνθρωπος ανεβαίνει στο κάρο και γυρίζει στο μοναστήρι.
 

Στο χώρο του πια, αφού πλένεται και λούζεται, πηγαίνει στην ντουλάπα του και βγάζει έναν πολυτελή μανδύα με χρυσά και ασημένια στολίδια, που του είχε χαρίσει ακριβώς πριν από ένα χρόνο ο ιδιοκτήτης του σπιτιού από το οποίο μόλις τον είχαν διώξει.

Έτσι ντυμένος, ανεβαίνει ξανά στο κάρο, κι αυτή τη φορά φτάνει χωρίς απρόοπτα στον προορισμό του. Ξαναχτυπάει την πόρτα, και του ανοίγει ο ίδιος υπηρέτης.

Αυτή τη φορά, τον περνάει μέσα με μια βαθιά υπόκλιση.
  
Πλησιάζει και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και τον χαιρετάει με κλίση του κεφαλιού.

«Εξοχότατε» του λέει, «μόλις σκεφτόμουν ότι δεν θα ερχόσαστε τελικά… Μπορούμε να περάσουμε; Οι άλλοι μας περιμένουν…»

«Φυσικά» λέει ο νεοφερμένος.

Στη θέα του σηκώνονται όλοι όρθιοι και δεν ξανακάθονται ώσπου ο άντρας με τον επιβλητικό μανδύα καταλάβει τη θέση εκ δεξιών του οικοδεσπότη.

Σερβίρουν το πρώτο πιάτο. Είναι ένα βραστό σε ζωμό, που φαίνεται πολύ νόστιμο με την πρώτη ματιά.

Ξαφνικά, γίνεται μια παύση κι όλα τα βλέμματα πέφτουν στον ιερωμένο ο οποίος, αντί να πει μια προσευχή ή ν' αρχίσει να τρώει, όπως περιμένουν όλοι, απλώνει το χέρι κάτω από το τραπέζι και, κρατώντας την άκρη του πολυτελούς μανδύα του, αρχίζει να τον βουτάει στον ζωμό.

Ενώ όλοι τον κοιτάνε σιωπηλοί κι ανήσυχοι, ο ιερωμένος μιλάει στον μανδύα του και του λέει:

«Δοκίμασε το φαγητό, καλό μου… Κοίτα τι ωραίο βραστό… Κοίτα αυτήν την πατατούλα… Και το κρεατάκι… Φάε, αγάπη μου…»

Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, αφού κοιτάζει ένα γύρω μην ξέροντας πώς να αντιδράσει στη συμπεριφορά του καλεσμένου του, παίρνει το θάρρος να ρωτήσει:

«Συμβαίνει κάτι, εξοχότατε;» «Αν συμβαίνει;…» λέει ο ιερωμένος. «Όχι. Τίποτα δε συμβαίνει. Αυτό το φαγητό, όμως, δεν ήταν για μένα. Είναι ολοφάνερο ότι καλεσμένος ήταν ο μανδύας μου… Όταν ήρθα χωρίς αυτόν πριν από λίγο, με έδιωξαν με τις κλοτσιές.»”

 


Μουσική από ένα ακόμα ελληνικό συγκρότημα, πληροφορίες εδώ...








 

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

"Αυτή την ώρα θέλω να κλέψω"

Στάση αστραπή για έναν χαιρετισμό και από εδώ και πέρα μπορώ να κάνω λόγο για διακοπές, οι οποίες ξεκινούν σχεδόν από αυτή την ώρα, "την ώρα που θέλω να κλέψω" μέσα από διάφορα...!
"Ψάχνω ένα καλύτερο λάθος" για "ένα ψέμα που δε φοβάται το φως", καθώς "σταμάτησα τον χρόνο και βγήκα εκτός"!
Μια υπενθύμιση στον εαυτό μου και σε όποιον το ξεχνά... "το πιο γλυκο τραγούδι η σιωπή", αλλά... "μη φοβάσαι", αφού "δεν χρωστάς σε κανέναν κι ούτε θες πιο πολλά"! Κάποιοι για τον καθένα μας ήταν και είναι "και στεριά και θάλασσα"...

"Πώς ήρθα εδώ δεν γνωρίζω" μα "όλη η ζωή μου με ταινία μοιάζει"... που δεν θα δει κανείς, αλλά έχει ήδη δώσει πολλά στον πρωταγωνιστή και ταυτόχρονα θεατή της. Και ίσως έχει δώσει από σπόντα και σε κάποιους άλλους.

Για εκείνο που έχω τη βεβαιότητα πάντα μέσα μου είναι ότι "την αναζήτηση θα φέρω στους άδειους δρόμους που τριγυρνάς" και σε όποιον με πλησιάζει... 
Η αναζήτηση είναι αυτή που φέρνει θησαυρούς στα χέρια μας, αλλιώς μένει κανείς φτωχός και κατά βάθος ταλαίπωρος. Η αναζήτηση και φυσικά η επιθυμία, μια και δίχως αυτή δεν γίνεται βήμα. 
Εδώ το μυστικό είναι να αδειάζει το ποτήρι μας, ώστε να του δίνεται η ευκαιρία να γεμίσει με νέο περιεχόμενο και πάλι. Έτσι επιτυγχάνεται η ουσιαστική μάθηση, πηγαίνοντας ανοιχτός και φρέσκος σε ό,τι καινούριο καλείσαι να λάβεις, σαν τα παιδιά. Μαγεία και ευτυχία μέσα από την αλληλεπίδραση και την όλη διαδικασία μέχρι την εξέλιξη που θα έχει επιτευχθεί!
Ένα σύνθημα για την ζωή...


Δροσερά μουσικά κομμάτια για παρέα, από τα οποία προέρχονται και οι παραπάνω στίχοι...











Καλή συνέχεια σε ό,τι ψάχνει ο καθένας!